προχάνη

προχάνη
και δωρ. τ. προχάνα, ἡ, Α
πρόφαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός διαλεκτικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. παράγεται από ένα ρ. προχαίνω με σημ. «προφασίζομαι», το οποίο, όμως, δεν μαρτυρείται πουθενά. Κατ' άλλη άποψη, περισσότερο πιθανή, η λ. προχάνη προέρχεται από το ρ. προέχομαι «προφασίζομαι, προβάλλω ως πρόφαση» μέσω ενός τ. *προ-οχάνη (από την ετεροιωμένη βαθμίδα οχ- τού ἔχω + επίθημα -άνη). Αλλά και στην περίπτωση αυτή παραμένει δυσερμήνευτη η έκθλιψη τού -ο- τού α' συνθετικού πρό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προχάνη — pretext fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχάνῃσιν — προχάνη pretext fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχαίνω — Μ προφασίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. επινοημένο από τον Ευστάθιο για την ετυμολόγηση τής λ. προχάνη «πρόφαση» (βλ. λ. προχάνη)] …   Dictionary of Greek

  • προχάνα — προχάνᾱ , προχάνη pretext fem nom/voc/acc dual προχάνᾱ , προχάνη pretext fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχάνας — προχάνᾱς , προχάνη pretext fem acc pl προχάνᾱς , προχάνη pretext fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”